προορατικος

προορατικος
    προορατικός
    προ-ορᾱτικός
    3
    способный предвидеть, прозорливый
    

(ἄνθρωπος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προορατικος" в других словарях:

  • προορατικός — quick at foreseeing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατικός — ή, ό / προορατικός, ή, όν, ΝΜΑ [προορῶ] αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, ο προνοητικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ προορατικόν η ικανότητα πρόβλεψης αρχ. φρ. «τὸ προορατικὸν μέρος τῆς τέχνης» η προφητική ικανότητα στην αστρολογία.… …   Dictionary of Greek

  • προορατικός — ή, ό αυτός που μπορεί να προβλέπει το τι θα γίνει αργότερα, ο προβλεπτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προορατικά — προορατικός quick at foreseeing neut nom/voc/acc pl προορατικά̱ , προορατικός quick at foreseeing fem nom/voc/acc dual προορατικά̱ , προορατικός quick at foreseeing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατικῶν — προορατικός quick at foreseeing fem gen pl προορατικός quick at foreseeing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατικόν — προορατικός quick at foreseeing masc acc sg προορατικός quick at foreseeing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατικοῖς — προορατικός quick at foreseeing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατικοί — προορατικός quick at foreseeing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατικοῦ — προορατικός quick at foreseeing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατικῆς — προορατικός quick at foreseeing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προορατική — προορατικός quick at foreseeing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»